Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Πορευόμενοι προς τον Άδη


Η νύχτα πέφτει, καθώς αραιώνει το φως του Ήλιου. Οι δρόμοι αρχίζουν να ερημώνουν σταδιακά, ενώ οι βοές μετατρέπονται σε ψίθυρους. Είναι η κατάλληλη ώρα, για να υψώσει κανείς την δίκαιη φωνή του, την στιγμή που άπαντες μόλις κουράστηκαν από τον συνεχιζόμενο και άσκοπο αντίλαλο τους. Η πιο όμορφη ώρα για αυτούς που σιχαίνονται τους βροντόφωνους της ημέρας. Αληθινά, μια ανάσα ζωής. Η νύχτα φαίνεται συνηθισμένη, ενώ μονάχα άτακτοι αγέρηδες προμηνύουν το επερχόμενο δεινό. Μήπως, κάποιος αιολικός ασκός ανοίχτηκε φθονερά ξανά; Σκέψεις… Ίσως, η Φύση θέλησε να εκπνεύσει με ένα βαθυστόχαστο παράπονο, για την παρακμή των τέκνων της. Τι άλλο μπορεί να ήταν.  Ξαφνικά, όλα αλλάζουν. Η χλωρίδα χάνει την ζωντάνια της, ενώ τα φύλλα των δένδρων κοιτούν λυπημένα προς την μητέρα τους, βαθιά θαμμένη υπό του αστικού άνοστου σκυροδέματος, που περικλείει σύσσωμη την πόλη του Θησέα. Οι αγέρηδες κοπάζουν, καθώς εκκωφαντικοί ήχοι διαπερνούν το αιθέριο σώμα τους. Σταματούν σαστισμένοι, ψάχνοντας έναν λόγο, μια αιτία.

   Ξωπίσω, διαφαίνεται ένας λιτοντυμένος νέος, που φέρει σκήπτρο δεμένο από χρυσά φίδια και πέδιλα φτερωτά. Οι Εποχές έχουν αλλάξει. Οι αγέρηδες το γνωρίζουν, το βίωσαν. Σαστίζουν, αυτοί οι ταξιδευτές του κόσμου προσπαθώντας να θυμηθούν το όνομα του τόσο γνώριμου αγοριού. Τρισμέγιστος, ο τίτλος του, υποστηρίζει ο Ζέφυρος άνεμος. Ερμής το όνομα του, αναφωνεί ο γηραιός Βορέας! Τα πάντα παγώνουν και το αγόρι εν ονόματι Ερμής, κοιτά αποσβολωμένο μολυβδαίνια σφαιρίδια να εκτοξεύονται από θρασύδειλα  πολεμικά εργαλεία. Απορεί με το θέαμα, νομίζοντας πως είναι κακόβουλα δαιμόνια, αλλά ενθυμείται και ο ίδιος, αντιλαμβανόμενος  το πέρας των Εποχών. Η απορία του γίνεται εντονότερη, καθότι επερωτά τις τρεις αρχόντισσες της Ειμαρμένης για τον λόγο της απρογραμμάτιστης παρουσίας του εκεί. Ήταν κι αυτός, ο ψυχοπομπός του παλαιού κάλλους, απλός μέτοχος του άδικου ενδύματος, που εξύφαιναν οι δίκαιες Μοίρες. Μία εξ αυτών, η Άτροπος είχε μόλις κόψει ακαριαία δύο ζωτικά νήματα.

Δακρύζει ο Ερμής, ωρυόμενος, υπό το βλέμμα των ανέμων. «Ένας λόγος! Μια αιτία! Γιατί…»

   Ο χρόνος δεν πέρασε. Το σκοτάδι περιβάλλει το ψυχραμένο τοπίο. Δύο αγέρωχες φιγούρες στο βάθος, από την μια στιγμή στην άλλη καταρρέουν και μια τρίτη, αφού βαδίσει για λίγο πέφτει κι αυτή. Τα νήματα όμως ήταν δύο. Ίσως κάποιο θαύμα να απέτρεψε την κοπή του τρίτου νήματος. Ίσως, οι οδυρμοί του ανθρωπόσχημου Ερμή. Ίσως πάλι, οι Μοίρες σκοπίμως να μην την έκοψαν, συνωμοτώντας ένα ακόμη πιο περίεργο πλέξιμο.

   Δύο σώματα αγγίζουν το παγερό οδόστρωμα, με τις σκιές τους να γίνονται ένα με αυτό. Παράλληλα, δύο αέρινες μορφές σαν αφρισμένα κύματα ξεπηδούν με την ορμή της νεανικής τους θέρμης, μα με πρόσωπα γαλήνια και σκέψεις μελαγχολικές για τον κόσμο που αποχωρίζονται. Με ένα πονεμένο χαμόγελο, για τα λάθη των ανθρώπων του, που επεδίωξε να αντιστρέψει τόσο σκληρά. Για μία αδελφή, που τώρα θα τον αναζητά απεγνωσμένα και έναν πατέρα, στον οποίο το ξίφος πλέον παρέδωσε, τραγικώς, ενάντια τον νόμο του Χρόνου και της Φύσης. Ο Ερμής προστρέχει ενθαρρυμένος από την από καιρό ξεχασμένη ηρωική θυσία. Είναι έτοιμος να τους διδάξει το Παρόν και να τους ξεναγήσει στο Μετά. Τον νέο κόσμο, του οποίου έγιναν μέλη.

    Κοιτάζουν τα άψυχα σώματα τους να απομακρύνονται, καθώς βαδίζουν ακολουθώντας τον αγγελιαφόρο της απόκρυφης γνώσης. Αντικρίζουν γνώριμα πρόσωπα να δακρύζουν και να κραυγάζουν με θλίψη προς τους ουρανούς, μη μπορώντας να πιστέψουν την πραγματικότητα που είχε δημιουργηθεί. Κοιτάζει ό ένας τον άλλον και σχεδόν ταυτόχρονα προσπαθούν να γυρίσουν πίσω. Θέλουν να εισχωρήσουν και πάλι μέσα στα αιμόφυρτα σπλάχνα τους! Όμως, ο Ερμής τους αποτρέπει. Έχουν αφήσει για πάντα αυτή την πρότερη οικία, τους υπενθυμίζει συγκρατώντας τους, ο ίδιος φανερά λυπημένος. Συνεχίζουν το ατελείωτο βάδην, και ένα περίεργο φαινόμενο εκτυλίσσεται. Μια χαραγή στο πλάι του σκοτεινού διαδρόμου, δείχνει όλους εκείνους τους αδερφούς τους. Αυτούς που αδίκως κάποιο πρωί έχασαν από δίπλα τους, μαζί με τον Αρχηγό τους και περιορίστηκαν εντός τεσσάρων χάρτινων τειχών. Δεν γνωρίζουν τι έχει συμβεί, μα ούτε μπορούν να φανταστούν. Το τέλος του κατάμαυρου διαδρόμου φθάνει στο τέλος του από βήμα σε βήμα. Τους περιμένουν οι ήρωες του ένδοξου παρελθόντος τόσο του Έθνους και της Φυλής όσο και της Ιδέας. Υποκλίνονται αμοιβαία, ενώ φωτεινές οντότητες τους στεφανώνουν με νικητήριες δάφνες. Αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι τον θεόσταλτο οιωνό της τελικής Νίκης, που κατέφθασε με στόχο την ανακούφιση τους, που ήλθε ευθύς αμέσως. Δεν έχουν άλλο λόγο να αναμένουν, μιας και τα σώματα τους μετά οδυρμών επέστρεψαν στην Γαία, έφθασε η σειρά τους να βαδίσουν στην ύστατη οικία τους.  Βαδίζουν πέρα από τις Πύλες του Άδη.

   Ο Χρόνος κύλησε, μέσα στην χαώδη και ανυπολόγιστη απεραντοσύνη του. Έρευσε σαν το φρέσκο αίμα των νεολαίων ηρώων, που θυσιάστηκαν για την άφθαρτη φύση και επίτευξη των Ιδεών τους. Οι άνεμοι συναντώνται και πάλι στο ίδιο σημείο, σαν ένα διαβολικό παιχνίδι  του νου. Πάλι εδώ, όπου μια αιμάτινη κηλίδα στιγμάτισε το κράσπεδο, και στην συνέχεια μετατράπηκε σε νεκρικό βωμό. Εδώ, σαν τίποτε να μην έχει αλλάξει, παρά μόνο η απουσία των αιματοβαμμένων σωμάτων , των πλέον ασώματων αδερφών. Το αίμα δεν είναι φρέσκο, αλλά ξεράθηκε. Είναι εμφανές, όμως. Οι άνεμοι το αντικρίζουν συλλογιζόμενοι.

«Αιθέρας κοσμοφόρος, παντόγυρα στον όμορφο αέρα της ανδρείας»
Ίδιοι, εσείς αδέλφια με του Μεσολογγίου τους ακούραστους ελεύθερους…

   Η νύχτα πέφτει. Απόψε όμως, ενώ όλοι οι δρόμοι ερημώνουν, σε εκείνο το μέρος που το αίμα μένει ξεραμένο, κάτι συμβαίνει. Αντί το πλήθος να ελαττώνεται, τουναντίον αυξάνεται. Όλο και περισσότερες ψυχές συναθροίζονται. Ένα πλήθος βουβό. Είναι αγέλαστο και θλιμμένο. Ξαφνικά, μια φάλαγγα νεαρών μαυροφορεμένων, κρατώντας τα πορφυρά λάβαρα της Ιδέας, περικλείει τον βωμό. Είχε έρθει η ώρα, οι αδελφοί των μαρτύρων, να θρηνήσουν και συνάμα να τιμήσουν. Πένθιμες και ένδοξες μελωδίες κοσμούν τον νυκτερινό ουρανό με τους διακαείς πόθους και όνειρα του αδιάσπαστου νεανικού κλοιού. Σύντομα, η βγαλμένη μέσα από την μέθεξη της αρχέγονης παράδοσης μουσική εξαφανίζεται ακαριαία, μαζί με τις αιώνιες νότες της. Οι παρόντες αγέρες νιώθουν αλλεπάλληλα πειθαρχημένα χτυπήματα ήχου να πάλλουν τα ανάλαφρα σωματικά πέπλα τους. Δονούν τα πάντα τριγύρω, κάνοντας την απόκοσμη ηχώ τους να αντηχεί στις δαιδαλώδεις  στοές του Άδη. Ήταν το κάλεσμα, μέσα από το οποίο οι τιμώμενοι αφυπνίστηκαν και προσέτρεξαν, πλέον με την άδεια του κλειδοκράτορος Πλούτωνα, στην μνημόσυνη τελετή, στην οποία κλήθηκαν να απαντήσουν στο προσκλητήριο νεκρών.

   Κάπου ανάμεσα από τον κλοιό ξεπροβάλει ένας νέος, που με την πυρωμένη δάδα του αγγίζει το, υπό μορφή στέμματος επί του βωμού, πύραυνο. Τα αθάνατα ονόματα τους κλήθηκαν βροντερά, με τις χιλιάδες ψυχές να απαντούν καταφατικά ως προς την παρουσία τους. Παρών, είναι και θα είναι. Αθάνατοι, μέχρις ο φωτοφόρος Ήλιος να σβήσει! Ο λόγος δίνεται στους νεκρούς, την στιγμή που άπαντες παραμένουν ακίνητοι και αμίλητοι, αγανακτώντας να ακούσουν κάποια μεταφυσική κραυγή. Η έκδηλη θλίψη έχει μετατραπεί σε πειθαρχημένη, μα ανελέητη οργή και μίσος, αλλά και σε υπόσχεση εκδίκησης.

   Ο εύσχημος κλοιός, ανασυντάσσεται γοργά, αποτελώντας την κεφαλή της νεκρικής πομπής που θα ακολουθήσει. Με τάξη και με ρυθμό ξεκινάει αυτό το ενθύμιο του περίπατου, των πεσόντων μαρτύρων μας. Οι αγέρες ακολουθούν το βάδισμα μας, προσδίδοντας μια ευάερη αύρα να κυματίζει έμπροσθεν μας, συμπαρασύροντας τόσο τις φλόγες που κρυφοκοιτάζουν από τις δάδες, όσο και τα λάβαρα που γεμίζουν τις παγωμένες από την οργή γροθιές μας. Τα μάτια κοιτούν εμπρός, καθώς βαδίζουμε το σκοτεινό μονοπάτι, που σαν χθες πρωτοπατήθηκε, από εκείνους τους ιδεομάρτυρες. Το αστικό όνειδος εξαφανίζεται για λίγο, και την θέση του καταλαμβάνουν μυθιστορικές παραστάσεις, προπομποί του νεκρικού βασιλείου που πλησιάζει στον δρόμο μας. Διακρίνουμε την ψυχορραγούσα μορφή του Ορφέα να παίζει τους θλιβερούς τόνους της λύρας του, παραπονεμένος για την τύχη της Ευρυδίκης. Ένα νεαρό ανθοφόρο κορίτσι αρπάζεται από τον αδερφό του Δία, καταδικασμένο να στολίζει την δυσμορφία των Ταρτάρων. Πριν καν το καταλάβουμε, έχουμε απέναντι μας την καλολαξευμένη Πύλη του Άδη. Το βάδην παύει στιγμιαία, ενώ ο Κέρβερος, ο τρικέφαλος φύλακας της αβύσσου, ηρεμεί και γονατίζει μπροστά στο αγνό άγημα των επόμενων ηρώων, παραδεχόμενος την ιδεολογική πυγμή που το διέπει. Έπειτα, ο τερατόμορφος υπηρέτης, προσέχει καλύτερα. Επιθυμεί να ενθυμείται μερικές από τις πολλά υποσχόμενες φυσιογνωμίες, που στο μέλλον θα περάσουν το κατώφλι του ιδιοκτήτη του. Θα ήθελε να τους φερθεί αντάξια.

   Δύο δάδες ξεκλειδώνουν την Πύλη των νεκρών, καλώντας στην τήρηση της νεκρικής φύσης αυτών. Οι δύο μάρτυρες, αφού περπατούν ανάμεσα στα φθαρτά σώματα των συναγωνιστών τους που συνόδεψαν μέχρι εδώ, δεν αντιτάσσονται στην μορφή τους. Αφού οι ξεχωριστοί μας ύμνοι τελειώσουν, μας αποχαιρετούν εισερχόμενοι στην γη της φλογοβόλου Στυγός. Ακόμη μας κοιτούν με παράπονο, μέχρι να ορκιστούμε, πως ποτέ δεν θα ξεχάσουμε και πως πάντα θα τους τιμούμε, περιφέροντας την φλόγα τους, σε αυτό το ψυχοφθόρο μονοπάτι.

   Το νεανικό μέτωπο, αλλάζει κατεύθυνση, γυρνώντας πίσω εκεί που όλα συνέβησαν. Η επιστροφή από το υπερβατικό ταξίδι που γευτήκαμε. Αυτό είναι το όνειρο, αλλά και ο σκοπός της ζωής μας. Είναι όλη η κοσμοθεωρία μας συμπτυγμένη σε ολίγες λέξεις. Είναι μια πομπή προς τον ηρωισμό και την Νίκη των Ιδεών μας. Είναι μια πορεία προς την Αρετή. Εμείς με τους μάρτυρες και τα λάβαρα μας, είμαστε οι Πορευόμενοι προς τον Άδη.


Μερικά νούμερα θα παραμείνουν για πάντα χαραγμένα μέσα μας... 1-11-2013